οικημάτιον

οικημάτιον
οἰκημάτιον, τὸ (Α) [οίκημα]
1. μικρή κατοικία, μικρό δωμάτιο, καμαρούλα
2. χαμόσπιτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκημάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκηματίου — οἰκημάτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκηματίων — οἰκημάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκημάτια — οἰκημάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικηματάριον — το (Μ οἰκηματάριον) [οικημάτιον] βιβλίο βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής το οποίο περιέχει μελοποιημένους τους 24 «Οίκους» τής Ακολουθίας τού Ακάθιστου Ύμνου στη Θεοτόκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”